- παγγλωσσία
- παγγλωσσία1 babbling
μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον O. 2.87
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον O. 2.87
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παγγλωσσία — παγγλωσσία, ἡ (Α) [πάγγλωσος] απεραντολογία, φλυαρία … Dictionary of Greek
παγγλωσσίᾳ — παγγλωσσίαι , παγγλωσσία wordiness fem nom/voc pl παγγλωσσίᾱͅ , παγγλωσσία wordiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)